- Ἀριστοφῶντος
- Ἀριστοφώνmasc gen sgἈριστοφῶνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυθαγοριστής — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθαγορικτάς, ά, Α [πυθαγορίζω] οπαδός ή μαθητής τού Πυθαγόρα αρχ. ως κύριο όν. Πυθαγοριστής τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφώντος … Dictionary of Greek